κρησφύγετον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρησφύγετον:''' [ῠ], τό (φῠγεῖν), [[μέρος]] διαφυγής, [[τόπος]] αναχώρησης, [[καταφύγιο]], [[άσυλο]], σε Ηρόδ.· (το πρώτο [[μέρος]] της λέξης, το <i>κρησ-</i>, είναι αμφίβολης προέλευσης).
|lsmtext='''κρησφύγετον:''' [ῠ], τό (φῠγεῖν), [[μέρος]] διαφυγής, [[τόπος]] αναχώρησης, [[καταφύγιο]], [[άσυλο]], σε Ηρόδ.· (το πρώτο [[μέρος]] της λέξης, το <i>κρησ-</i>, είναι αμφίβολης προέλευσης).
}}
{{elru
|elrutext='''κρησφύγετον:''' (ῠ) τό место убежища, убежище Her., Luc.
}}
}}

Revision as of 13:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρησφύγετον Medium diacritics: κρησφύγετον Low diacritics: κρησφύγετον Capitals: ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟΝ
Transliteration A: krēsphýgeton Transliteration B: krēsphygeton Transliteration C: krisfygeton Beta Code: krhsfu/geton

English (LSJ)

[ῠ], τό, (φεύγω)

   A place of refuge, retreat, Hdt.5.124, al., D.H.4.15, Luc.Eun.10, al. (Etym. dub.; expld. by EM538.1 as refuge from the Cretan, i.e. Minos.)

Greek (Liddell-Scott)

κρησφύγετον: ῠ, τό, (φεύγω) τόπος καταφυγῆς, ὑποχωρήσεως, καταφύγιον, Ἡρόδ. 5. 124., 8. 51, 9. 15, 96· ἀκολούθως παρὰ Διον. Ἁλ. 4. 15, Λουκ. Εὐνοῦχ. 10· ἀλλ᾿ οὐχὶ παρ᾿ Ἀττ. (Τὸ πρῶτον μέρος τῆς λέξεως, κρησ-, εἶναι ἄδηλον· ἀρχαῖοί τινες Γραμματικοὶ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν κυρίως καταφύγιον ἀπὸ Κρητὸς (Κρὴς) Μίνωος).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de refuge, asile.
Étymologie: κράς, φεύγω.

Greek Monotonic

κρησφύγετον: [ῠ], τό (φῠγεῖν), μέρος διαφυγής, τόπος αναχώρησης, καταφύγιο, άσυλο, σε Ηρόδ.· (το πρώτο μέρος της λέξης, το κρησ-, είναι αμφίβολης προέλευσης).

Russian (Dvoretsky)

κρησφύγετον: (ῠ) τό место убежища, убежище Her., Luc.