ἐξαπαρτάομαι: Difference between revisions
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(4) |
(2) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξαπαρτάομαι:''' Παθ., κρεμιέμαι από ή πάνω σε, με γεν., σε Λουκ. | |lsmtext='''ἐξαπαρτάομαι:''' Παθ., κρεμιέμαι από ή πάνω σε, με γεν., σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξαπαρτάομαι:''' быть подвешенным, висеть ([[μετέωρος]] ἐξαπηρτημένος Luc. - v. l. ἐξηρτημένος). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:56, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 870] pass., aufgehängt werden, schweben, Luc. V. H. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπαρτάομαι: παθ., κρέμαμαι, ἀλλ’ ἄνω μετέωρον ἐξαπηρτημένην (τὴν ναῦν) ἄνεμος ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 9.
Greek Monotonic
ἐξαπαρτάομαι: Παθ., κρεμιέμαι από ή πάνω σε, με γεν., σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαπαρτάομαι: быть подвешенным, висеть (μετέωρος ἐξαπηρτημένος Luc. - v. l. ἐξηρτημένος).