πεντηκόντερος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(3b) |
(3b) |
(No difference)
|
Revision as of 14:00, 31 December 2018
English (LSJ)
(sc. ναῦς), ἡ,
A ship with fifty oars, Pi.P. 4.245, IG12.23, Hdt.1.152, al., Th.1.14 ; πεντηκόντ-ορος is v.l. in Pi. l. c., Hdt. 6.138, Th. l. c., and is found in E.IT 1124 (lyr.), Marm.Par. 15.
German (Pape)
[Seite 558] ἡ, = πεντηκόντορος, Her. 3, 124 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκόντερος: ἴδε πεντηκόντορος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πεντηκόντορος.
English (Slater)
πεντηκόντερος
1 with fifty oars πεντηκόντερον ναῦν (-όντορον v. l.) (P. 4.245)
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ενν. ναῡς) βλ. πεντηκόντορος.
Greek Monotonic
πεντηκόντερος: ἡ, = πεντηκόντορος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
πεντηκόντερος: ἡ ион. = πεντηκόντορος.