ἐπαναδιπλάζω: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(12) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπαναδιπλάζω]] και ποιητ. τ. έπανδιπλάζω (AM)<br />[[ξαναρωτώ]] («τῶν δ' εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον ἐπανδίπλαζε και σαφῶς ἐκμάνθανε», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> [[διπλάζω]] ([[παράλληλος]] συντετμημένος τ. του [[διπλασιάζω]])]. | |mltxt=[[ἐπαναδιπλάζω]] και ποιητ. τ. έπανδιπλάζω (AM)<br />[[ξαναρωτώ]] («τῶν δ' εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον ἐπανδίπλαζε και σαφῶς ἐκμάνθανε», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> [[διπλάζω]] ([[παράλληλος]] συντετμημένος τ. του [[διπλασιάζω]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπαναδῐπλάζω:''' Aesch. = [[ἐπανδιπλάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:04, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. ἐπανδ-,
A reiterate questions, A.Pr.817.
German (Pape)
[Seite 899] noch dazu verdoppeln, noch einmal fragen, καὶ σαφῶς ἐκμάνθανε Aesch. Prom. 819.
Greek Monolingual
ἐπαναδιπλάζω και ποιητ. τ. έπανδιπλάζω (AM)
ξαναρωτώ («τῶν δ' εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον ἐπανδίπλαζε και σαφῶς ἐκμάνθανε», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + διπλάζω (παράλληλος συντετμημένος τ. του διπλασιάζω)].
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναδῐπλάζω: Aesch. = ἐπανδιπλάζω.