μεμαώς: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(SL_2)
(3)
Line 4: Line 4:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μεμαώς]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[eager]] [[τέκε]] [[λαγέτας]] ἓξ ἀρεταῖσι μεμᾶότας υἱούς (μεμᾶλότας byz., i. e. pf. of [[μέλω]], cf. Δ. 4. 35, Forssman, 65ff.) (O. 1.89) τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμᾰῶτες (sc. δράκοντες) (N. 1.43)
|sltr=[[μεμαώς]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[eager]] [[τέκε]] [[λαγέτας]] ἓξ ἀρεταῖσι μεμᾶότας υἱούς (μεμᾶλότας byz., i. e. pf. of [[μέλω]], cf. Δ. 4. 35, Forssman, 65ff.) (O. 1.89) τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμᾰῶτες (sc. δράκοντες) (N. 1.43)
}}
{{elru
|elrutext='''μεμαώς:''' (f μεμᾰυῖα) part. pf. к [[μάομαι]].
}}
}}

Revision as of 14:12, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. μάω.

English (Slater)

μεμαώς
   1 eager τέκε λαγέτας ἓξ ἀρεταῖσι μεμᾶότας υἱούς (μεμᾶλότας byz., i. e. pf. of μέλω, cf. Δ. 4. 35, Forssman, 65ff.) (O. 1.89) τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμᾰῶτες (sc. δράκοντες) (N. 1.43)

Russian (Dvoretsky)

μεμαώς: (f μεμᾰυῖα) part. pf. к μάομαι.