μεμαώς
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
French (Bailly abrégé)
v. μάω.
English (Slater)
μεμαώς eager τέκε λαγέτας ἓξ ἀρεταῖσι μεμᾶότας υἱούς (μεμᾶλότας byz., i. e. pf. of μέλω, cf. Δ. 4. 35, Forssman, 65ff.) (O. 1.89) τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμᾰῶτες (sc. δράκοντες) (N. 1.43)
Russian (Dvoretsky)
μεμαώς: (f μεμᾰυῖα) part. pf. к μάομαι.