στρουθίζω: Difference between revisions
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
(38) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[κελαηδώ]] σαν [[σπουργίτης]]<br />(αρχ) [[καθαρίζω]] έρια ή υφάσματα με στρουθειον, με [[σαπουνόχορτο]] («λαβὼν ἔρια μαλακὰ οἰσυπηρά, ἔκπλυνον, ἐστρουθισμένα θερμῷ ὕδατι», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρουθός]]. Το ρ. με τη σημ. «[[καθαρίζω]] υφάσματα» <span style="color: red;"><</span> [[στρούθειον]]. | |mltxt=ΜΑ<br />[[κελαηδώ]] σαν [[σπουργίτης]]<br />(αρχ) [[καθαρίζω]] έρια ή υφάσματα με στρουθειον, με [[σαπουνόχορτο]] («λαβὼν ἔρια μαλακὰ οἰσυπηρά, ἔκπλυνον, ἐστρουθισμένα θερμῷ ὕδατι», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρουθός]]. Το ρ. με τη σημ. «[[καθαρίζω]] υφάσματα» <span style="color: red;"><</span> [[στρούθειον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρουθίζω:''' чирикать, щебетать Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A chirp like a στρουθός, twitter, Ar.Fr.947 = Com.Adesp. 1155, Thd.Is.10.14, 38.14. II cleanse with the herb στρούθειον, PSI4.429.16 (iii B.C.), Dsc.2.74, PHolm.15.2.
German (Pape)
[Seite 956] 1) wie ein στρουθός piepen, schreien, schwatzen. – 2) mit dem Kraute στρουθίον reinigen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
στρουθίζω: λαλῶ ὡς στρουθός, ᾄδω, κελαδῶ, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 717. ΙΙ. καθαρίζω διὰ τῆς βοτάνης τῆς καλουμένης στρουθίον, Διοσκ. 2. 84.
Greek Monolingual
ΜΑ
κελαηδώ σαν σπουργίτης
(αρχ) καθαρίζω έρια ή υφάσματα με στρουθειον, με σαπουνόχορτο («λαβὼν ἔρια μαλακὰ οἰσυπηρά, ἔκπλυνον, ἐστρουθισμένα θερμῷ ὕδατι», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός. Το ρ. με τη σημ. «καθαρίζω υφάσματα» < στρούθειον.
Russian (Dvoretsky)
στρουθίζω: чирикать, щебетать Arph.