Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀγκυλόδους: Difference between revisions

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγκῠλόδους:''' -οντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει κυρτά ή αγκυλωτά δόντια· αυτός που έχει αγκιστροειδείς ακίδες, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀγκῠλόδους:''' -οντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει κυρτά ή αγκυλωτά δόντια· αυτός που έχει αγκιστροειδείς ακίδες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγκῠλόδους:''' όδοντος adj. с загнутым зубом, т. е. снабженный крюком ([[σίγυνος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 14:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγκῠλόδους Medium diacritics: ἀγκυλόδους Low diacritics: αγκυλόδους Capitals: ΑΓΚΥΛΟΔΟΥΣ
Transliteration A: ankylódous Transliteration B: ankylodous Transliteration C: agkylodous Beta Code: a)gkulo/dous

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ,

   A crook-toothed, of a scimitar, Q.S.6.218; ἀ. χαλινοί, of anchors, Nonn.D.3.50.    II barbed, AP6.176 (Maced.).

German (Pape)

[Seite 15] οντος, krummzähnig, Sp. D., z. B. σίγυνος Maced. (VI, 176); ἅρπη Qu. Sm. 6, 218.

French (Bailly abrégé)

όδοντος (ὁ, ἡ)
à la dent crochue.
Étymologie: ἀγκύλος, ὀδούς.

Spanish (DGE)

(ἀγκῠλόδους) -οντος
de dientes curvados de una hoz o cimitarra, de dientes de sierra curvados ἅρπη Q.S.6.218
de un pez ἥπατος Marc.Sid.10
de un ancla de dientes ganchudos χαλινοί Nonn.D.3.50
de un arma arponado σιγύνης AP 6.176 (Macedon.).

Greek Monotonic

ἀγκῠλόδους: -οντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει κυρτά ή αγκυλωτά δόντια· αυτός που έχει αγκιστροειδείς ακίδες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκῠλόδους: όδοντος adj. с загнутым зубом, т. е. снабженный крюком (σίγυνος Anth.).