ἀγκυλόδους: Difference between revisions
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγκῠλόδους:''' -οντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει κυρτά ή αγκυλωτά δόντια· αυτός που έχει αγκιστροειδείς ακίδες, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀγκῠλόδους:''' -οντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει κυρτά ή αγκυλωτά δόντια· αυτός που έχει αγκιστροειδείς ακίδες, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγκῠλόδους:''' όδοντος adj. с загнутым зубом, т. е. снабженный крюком ([[σίγυνος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:44, 31 December 2018
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ,
A crook-toothed, of a scimitar, Q.S.6.218; ἀ. χαλινοί, of anchors, Nonn.D.3.50. II barbed, AP6.176 (Maced.).
German (Pape)
[Seite 15] οντος, krummzähnig, Sp. D., z. B. σίγυνος Maced. (VI, 176); ἅρπη Qu. Sm. 6, 218.
French (Bailly abrégé)
όδοντος (ὁ, ἡ)
à la dent crochue.
Étymologie: ἀγκύλος, ὀδούς.
Spanish (DGE)
(ἀγκῠλόδους) -οντος
de dientes curvados de una hoz o cimitarra, de dientes de sierra curvados ἅρπη Q.S.6.218
•de un pez ἥπατος Marc.Sid.10
•de un ancla de dientes ganchudos χαλινοί Nonn.D.3.50
•de un arma arponado σιγύνης AP 6.176 (Macedon.).
Greek Monotonic
ἀγκῠλόδους: -οντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει κυρτά ή αγκυλωτά δόντια· αυτός που έχει αγκιστροειδείς ακίδες, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγκῠλόδους: όδοντος adj. с загнутым зубом, т. е. снабженный крюком (σίγυνος Anth.).