φαινόλης: Difference between revisions

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
(6)
(4b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φαινόλης:''' -ου, ὁ, σχημ. από το Λατ. [[paenula]], [[βαρύ]] [[ένδυμα]] που φοριέται πάνω από τα ρούχα, [[μανδύας]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''φαινόλης:''' -ου, ὁ, σχημ. από το Λατ. [[paenula]], [[βαρύ]] [[ένδυμα]] που φοριέται πάνω από τα ρούχα, [[μανδύας]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''φαινόλης:''' ου ὁ (лат. [[paenula]]) фелонь (род плаща) NT.
}}
}}

Revision as of 14:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1250] ὁ, dickes Oberkleid, Mantel, das lat. paenula, Poll. 7, 61, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

φαινόλης: -ου, ὁ, ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ Λατιν. paenula (Tertull. de Orat. 12), βαρὺ ἐπανωφόριον, Ρίνθων παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 61, Ἀθήν. 97Ε. Ἀρτεμιδ. Ὀνειροκρ. 2. 3, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δ΄, 13 (ἔνθαμνεία βιβλίων καὶ μεμβρανῶν ἤγαγόν τινας εἰς τὴν ἡμαρτημένην ἑρμηνείαν διὰ τοῦ γλωσσόκομον, ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ., Ζωναρ., κλπ.)· ― συχνάκις φέρεται κατὰ μετάθεσιν τοῦ ν καὶ λ φαιλόνης ἢ φελόνης, ἴδε Δινδ. ἐν Θησ. Στεφάνου· οὕτω καὶ τὸ ὑποκορ. φαινόλιον, τό, παρὰ Βυζ. καὶ Ἐκκλ. φέρεται φαιλόνιον καὶ φελόνιον, ὅπερ φοροῦσιν οἱ ἱερεῖς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν ταῖς ἱερουργίαις, Ψευδοχρυσ. ΧΙΙ, 777C, Σωφρ. 3988, Κωνστ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 374, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de casaque ou de manteau qui couvrait le haut du corps et des bras.
Étymologie: cf. lat. paenula.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. φαινόλας και φαινούλης και φενόλης, ὁ, Α
χοντρό πανωφόρι που φορούσαν πάνω από τον χιτώνα σε καιρό βροχής και, γενικά, κακοκαιρίας, αλλ. φαινόλη (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το ρ. φαίνω με το επίθημα -όλης (πρβλ. μαιν-όλης, σκωπτ-όλης). Δυσερμήνευτη παραμένει η σύνδεση της λ. με το ρ. φαίνω, σε αντιδιαστολή προς το θηλ. φαινόλις, του οποίου η ένταξη στην οικογένεια του φαίνω δεν γεννά σημασιολογικά προβλήματα. Από τον τ. φαινόλης προήλθε, με αντιμετάθεση τών συμφώνων, ο τ. φαιλόνης, από όπου και ο τ. φαιλόνι(ον), που διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική].

Greek Monotonic

φαινόλης: -ου, ὁ, σχημ. από το Λατ. paenula, βαρύ ένδυμα που φοριέται πάνω από τα ρούχα, μανδύας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

φαινόλης: ου ὁ (лат. paenula) фелонь (род плаща) NT.