ἰθύτριχες: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(5)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰθύτρῐχες:''' πληθ. του [[ἰθύθριξ]].
|lsmtext='''ἰθύτρῐχες:''' πληθ. του [[ἰθύθριξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰθύτρῐχες:''' pl. к [[ἰθύθριξ]].
}}
}}

Revision as of 14:48, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἰθύτρῐχες: οἱ, αἱ, πληθ. τοῦ ἰθύτριξ.

French (Bailly abrégé)

pl. de ἰθύθριξ.

Greek Monotonic

ἰθύτρῐχες: πληθ. του ἰθύθριξ.

Russian (Dvoretsky)

ἰθύτρῐχες: pl. к ἰθύθριξ.