γνωστέον: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(3) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γνωστέον:''' ρημ. επίθ. του [[γιγνώσκω]], πρέπει [[κανείς]] να γνωρίσει, σε Πλάτ. | |lsmtext='''γνωστέον:''' ρημ. επίθ. του [[γιγνώσκω]], πρέπει [[κανείς]] να γνωρίσει, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γνωστέον:''' adj. verb. к [[γιγνώσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A one must know, Pl.R.396a. Adj. γνωστέα, τά, things that must be known, Gal.17(2).1.
Greek (Liddell-Scott)
γνωστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ γνωρίσῃ, Πλάτ. Πολιτ. 396Α.
Spanish (DGE)
hay que conocer Pl.R.396a, Plot.5.1.1.
Greek Monotonic
γνωστέον: ρημ. επίθ. του γιγνώσκω, πρέπει κανείς να γνωρίσει, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
γνωστέον: adj. verb. к γιγνώσκω.