ἄγερθεν: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄγερθεν:''' Δωρ. και Επικ. γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του [[ἀγείρω]]. | |lsmtext='''ἄγερθεν:''' Δωρ. και Επικ. γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του [[ἀγείρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄγερθεν:''' эп. (= ἠγέρθησαν) 3 л. pl. aor. pass. к [[ἀγείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. and Ep. 3pl. aor. 1 Pass. of ἀγείρω.
German (Pape)
[Seite 12] = ἠγέρθησαν, s. ἀγείρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγερθεν: ἠγέρθησαν, Δωρ. καὶ Ἐπικ. γ΄ πληθ. τοῦ α΄ παθ. ἀορ. τοῦ ἀγείρω.
Greek Monotonic
ἄγερθεν: Δωρ. και Επικ. γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του ἀγείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἄγερθεν: эп. (= ἠγέρθησαν) 3 л. pl. aor. pass. к ἀγείρω.