αἰθριοκοιτέω: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰθριοκοιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κοίτη]]), [[κοιμάμαι]] στο ύπαιθρο, στον ανοικτό αέρα, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''αἰθριοκοιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κοίτη]]), [[κοιμάμαι]] στο ύπαιθρο, στον ανοικτό αέρα, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰθριοκοιτέω:''' спать на открытом воздухе Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A sleep in the open air, Theoc.8.78, Antyll. ap. Orib. 9.3.8.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθριοκοιτέω: κοιμῶμαι ἐν ὑπαίθρῳ, Θεόκρ. 8. 78.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se coucher ou dormir en plein air.
Étymologie: αἴθριος, κοίτη.
Spanish (DGE)
dormir al sereno, al aire libre Theoc.8.78, Stob.4.37.30.
Greek Monotonic
αἰθριοκοιτέω: μέλ. -ήσω (κοίτη), κοιμάμαι στο ύπαιθρο, στον ανοικτό αέρα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
αἰθριοκοιτέω: спать на открытом воздухе Theocr.