αἰθριοκοιτέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰθριοκοιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κοίτη]]), [[κοιμάμαι]] στο ύπαιθρο, στον ανοικτό αέρα, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''αἰθριοκοιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κοίτη]]), [[κοιμάμαι]] στο ύπαιθρο, στον ανοικτό αέρα, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰθριοκοιτέω:''' спать на открытом воздухе Theocr.
}}
}}

Revision as of 15:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰθριοκοιτέω Medium diacritics: αἰθριοκοιτέω Low diacritics: αιθριοκοιτέω Capitals: ΑΙΘΡΙΟΚΟΙΤΕΩ
Transliteration A: aithriokoitéō Transliteration B: aithriokoiteō Transliteration C: aithriokoiteo Beta Code: ai)qriokoite/w

English (LSJ)

   A sleep in the open air, Theoc.8.78, Antyll. ap. Orib. 9.3.8.

Greek (Liddell-Scott)

αἰθριοκοιτέω: κοιμῶμαι ἐν ὑπαίθρῳ, Θεόκρ. 8. 78.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se coucher ou dormir en plein air.
Étymologie: αἴθριος, κοίτη.

Spanish (DGE)

dormir al sereno, al aire libre Theoc.8.78, Stob.4.37.30.

Greek Monotonic

αἰθριοκοιτέω: μέλ. -ήσω (κοίτη), κοιμάμαι στο ύπαιθρο, στον ανοικτό αέρα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰθριοκοιτέω: спать на открытом воздухе Theocr.