ἄλθομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes

Sophocles, Antigone, 472
(2)
(1)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄλθομαι:''' Παθ., καθίσταμαι [[υγιής]], ἄλθετο [[χείρ]] (γʹ ενικ. Επικ. παρατ.), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἄλθομαι:''' Παθ., καθίσταμαι [[υγιής]], ἄλθετο [[χείρ]] (γʹ ενικ. Επικ. παρατ.), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄλθομαι:''' залечиваться, заживать (ἄλθετο [[χείρ]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 15:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 95] heil werden, fut. s. ἀπάλθ., Hom. einmal, ἄλθετο χείρ Il. 5, 417; – wachsen, ἄρουρα ἀλθομένη ἀνέμοισιν Qu. Sm. 9, 475. Vgl. ἀλθαίνω, ἀλθήσκω, ἀλθέω.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. épq. ἄλθετο;
être guéri, se guérir.
Étymologie: DELG cf. ἀλδαίνω.

English (Autenrieth)

be healed; ἄλθετο χείρ, was healing, Il. 5.417†.

Greek Monotonic

ἄλθομαι: Παθ., καθίσταμαι υγιής, ἄλθετο χείρ (γʹ ενικ. Επικ. παρατ.), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄλθομαι: залечиваться, заживать (ἄλθετο χείρ Hom.).