ἄλθομαι: Difference between revisions
From LSJ
Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes
(2) |
(1) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄλθομαι:''' Παθ., καθίσταμαι [[υγιής]], ἄλθετο [[χείρ]] (γʹ ενικ. Επικ. παρατ.), σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἄλθομαι:''' Παθ., καθίσταμαι [[υγιής]], ἄλθετο [[χείρ]] (γʹ ενικ. Επικ. παρατ.), σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄλθομαι:''' залечиваться, заживать (ἄλθετο [[χείρ]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:48, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 95] heil werden, fut. s. ἀπάλθ., Hom. einmal, ἄλθετο χείρ Il. 5, 417; – wachsen, ἄρουρα ἀλθομένη ἀνέμοισιν Qu. Sm. 9, 475. Vgl. ἀλθαίνω, ἀλθήσκω, ἀλθέω.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. épq. ἄλθετο;
être guéri, se guérir.
Étymologie: DELG cf. ἀλδαίνω.
English (Autenrieth)
be healed; ἄλθετο χείρ, was healing, Il. 5.417†.
Greek Monotonic
ἄλθομαι: Παθ., καθίσταμαι υγιής, ἄλθετο χείρ (γʹ ενικ. Επικ. παρατ.), σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄλθομαι: залечиваться, заживать (ἄλθετο χείρ Hom.).