ἀλεξιφάρμακον: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(2)
(1)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλεξιφάρμᾰκον:''' τό, [[αντίδοτο]], [[γιατρικό]], [[φάρμακο]], σε Πλάτ.· <i>ἀλ</i>. <i>τινος</i>, ενός πράγματος, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀλεξιφάρμᾰκον:''' τό, [[αντίδοτο]], [[γιατρικό]], [[φάρμακο]], σε Πλάτ.· <i>ἀλ</i>. <i>τινος</i>, ενός πράγματος, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλεξιφάρμακον:''' τό<b class="num">1)</b> противоядие Plat.;<br /><b class="num">2)</b> перен. предохранительное средство (τινος Plat., τινι Dem., Men.).
}}
}}

Revision as of 15:52, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 93] τό, Mittel gegen Gift, Plat. Polit. 279 c; Theophr.; Titel eines Gedichts des Nicander; übh. Schutzmittel, ἀλ. τῶν λόγων, gegen die Reden, Plat. Legg. XII, 957 d; ὥσπερ ἀλ. ἔσται τοῖς ἀδικεῖν βουλομένοις Dem. 24, 85. – Adj., δυνάμεις ἀλεξιφάρμακοι, als Gegenmittel dienend, Plut. Symp. 4, 1, 3.

Greek Monotonic

ἀλεξιφάρμᾰκον: τό, αντίδοτο, γιατρικό, φάρμακο, σε Πλάτ.· ἀλ. τινος, ενός πράγματος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεξιφάρμακον: τό1) противоядие Plat.;
2) перен. предохранительное средство (τινος Plat., τινι Dem., Men.).