ἀκροάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀκροάζομαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για γιατρούς) [[ακούω]] με το [[αφτί]] ή με τη [[βοήθεια]] στηθοσκοπίου τους ψόφους ή ήχους που παράγονται στην [[καρδιά]], στους πνεύμονες κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[ακούω]] με [[προσοχή]], αφουγκράζομαι<br /><b>αρχ.</b><br />ἀκροῶμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του ρ. <i>ἀκροῶμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακροάσιμος]]].
|mltxt=(Α [[ἀκροάζομαι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για γιατρούς) [[ακούω]] με το [[αφτί]] ή με τη [[βοήθεια]] στηθοσκοπίου τους ψόφους ή ήχους που παράγονται στην [[καρδιά]], στους πνεύμονες κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[ακούω]] με [[προσοχή]], αφουγκράζομαι<br /><b>αρχ.</b><br />ἀκροῶμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του ρ. <i>ἀκροῶμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακροάσιμος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκροάζομαι:''' Men. = [[ἀκροάομαι]].
}}
}}

Revision as of 15:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροάζομαι Medium diacritics: ἀκροάζομαι Low diacritics: ακροάζομαι Capitals: ΑΚΡΟΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: akroázomai Transliteration B: akroazomai Transliteration C: akroazomai Beta Code: a)kroa/zomai

English (LSJ)

   A = ἀκροάομαι, Epich.109, f.l. in Men.150.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροάζομαι: ἀκροάομαι, Ἐπίχ. 75. Ahr., Μένανδ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 2· διωρθώθη νῦν εἰς ἠκροάσατο, ἀντὶ ἠκροάζετο. Ἴδε Μεϊνεκίου Ἀποσπ. Κωμ. τόμ. Β, σ. 898, μικρ. ἔκδ.

Spanish (DGE)

escuchar c. gen. de cosa κρεγμῶν Epich.108
c. gen. pers. Men. en Sud.s.u. Κωρυκαῖος.

Greek Monolingual

ἀκροάζομαι)
νεοελλ.
1. (για γιατρούς) ακούω με το αφτί ή με τη βοήθεια στηθοσκοπίου τους ψόφους ή ήχους που παράγονται στην καρδιά, στους πνεύμονες κ.λπ.
2. ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι
αρχ.
ἀκροῶμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ρ. ἀκροῶμαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροάσιμος].

Russian (Dvoretsky)

ἀκροάζομαι: Men. = ἀκροάομαι.