ἀμπελοεργός: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(2) |
(1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμπελοεργός:''' ὁ = [[ἀμπελουργός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀμπελοεργός:''' ὁ = [[ἀμπελουργός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμπελοεργός:''' ὁ Anth. = [[ἀμπελουργός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀμπελουργός, AP 6.56 (Maced.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελοεργός: ὁ, = ἀμπελουργός, Ἀνθ. Π. 6. 56.
Greek Monotonic
ἀμπελοεργός: ὁ = ἀμπελουργός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπελοεργός: ὁ Anth. = ἀμπελουργός.