ἀναλκείη: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(big3_4)
(1)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[flaqueza de ánimo]], [[cobardía]] ἀναλκείῃσι δαμέντες <i>Il</i>.6.74, 17.320, cf. 337, οἴ μοι ἀναλκείης Thgn.891, ὅττι κεν ᾖσιν ἀναλκείῃσιν ἔρεξαν A.R.2.145, ἀναλκείην τε λέλογχ- Dionysius epicus 32a.13.
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[flaqueza de ánimo]], [[cobardía]] ἀναλκείῃσι δαμέντες <i>Il</i>.6.74, 17.320, cf. 337, οἴ μοι ἀναλκείης Thgn.891, ὅττι κεν ᾖσιν ἀναλκείῃσιν ἔρεξαν A.R.2.145, ἀναλκείην τε λέλογχ- Dionysius epicus 32a.13.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναλκείη:''' ἡ (только dat. pl. ἀναλκεὶῃσι) бессилие, слабость, тж. робость Hom.
}}
}}

Revision as of 16:12, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion.
faiblesse, lâcheté.
Étymologie: ἀ, ἀλκή.

English (Autenrieth)

(ἀλκή): want of valor; only ἀναλκείῃσι δαμέντες, overcome by their cowardice. (Il.)

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
flaqueza de ánimo, cobardía ἀναλκείῃσι δαμέντες Il.6.74, 17.320, cf. 337, οἴ μοι ἀναλκείης Thgn.891, ὅττι κεν ᾖσιν ἀναλκείῃσιν ἔρεξαν A.R.2.145, ἀναλκείην τε λέλογχ- Dionysius epicus 32a.13.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλκείη: ἡ (только dat. pl. ἀναλκεὶῃσι) бессилие, слабость, тж. робость Hom.