ἀνασεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνασεύομαι:''' Παθ., μόνο στον συγκεκ. αόρ. βʹ αἶμα..[[ἀνέσσυτο]], το [[αίμα]] ανέβλυσε, ξεχύθηκε, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀνασεύομαι:''' Παθ., μόνο στον συγκεκ. αόρ. βʹ αἶμα..[[ἀνέσσυτο]], το [[αίμα]] ανέβλυσε, ξεχύθηκε, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνασεύομαι:''' брызгать ([[αἷμα]] [[ἀνέσσυτο|ἀνέσσῠτο]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 16:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασεύομαι Medium diacritics: ἀνασεύομαι Low diacritics: ανασεύομαι Capitals: ΑΝΑΣΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: anaseúomai Transliteration B: anaseuomai Transliteration C: anaseyomai Beta Code: a)naseu/omai

English (LSJ)

Pass., only aor., αἷμα . . ἀνέσσυτο the blood

   A sprang forth, spouted up, Il.11.458.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασεύομαι: (ἴδε σεύω), παθ., εὕρηται δὲ μόνον ἐν τῷ συγκεκομ. ἀορ., αἷμα.. ἀνέσσυτο, τὸ αἷμα ἀνεπήδησεν, ἐξώρμησεν, Ἰλ. Λ. 458.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. 3ᵉ sg. ἀνέσσυτο;
jaillir.
Étymologie: ἀνά, σεύω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἀνέσσῠτο Il.11.458]
brotar, saltar, surgir, αἷμα Il.l.c., ἀνεσσύμενος δὲ θαλάσσης ... Ποσειδάων Nonn.D.42.441.

Greek Monotonic

ἀνασεύομαι: Παθ., μόνο στον συγκεκ. αόρ. βʹ αἶμα..ἀνέσσυτο, το αίμα ανέβλυσε, ξεχύθηκε, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασεύομαι: брызгать (αἷμα ἀνέσσῠτο Hom.).