ἀποτιστέον: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(3) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποτιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀποτίνω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να πληρώσει ως [[εξιλέωση]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀποτιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀποτίνω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να πληρώσει ως [[εξιλέωση]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποτιστέον:''' adj. verb. к [[ἀποτίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 31 December 2018
English (LSJ)
(better ἀποτειστέον),
A one must pay, ζημίαν X.Lac.9.5, cf. PTeb.71, Aristid.Or.46(3).2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτιστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποτίσῃ, νὰ πληρώσῃ, καὶ ἅμα τούτου ζημίαν ἀποτιστέον Ξεν. Λακ. 9. 5.
Spanish (DGE)
hay que pagar ζημίαν X.Lac.9.5, διπλὴν ἔκτισιν Aristid.Or.46.2.
Greek Monotonic
ἀποτιστέον: ρημ. επίθ. του ἀποτίνω, αυτό που πρέπει κάποιος να πληρώσει ως εξιλέωση, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτιστέον: adj. verb. к ἀποτίνω.