ἀποτιστέον: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(3)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποτιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀποτίνω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να πληρώσει ως [[εξιλέωση]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀποτιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀποτίνω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να πληρώσει ως [[εξιλέωση]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτιστέον:''' adj. verb. к [[ἀποτίνω]].
}}
}}

Revision as of 17:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτιστέον Medium diacritics: ἀποτιστέον Low diacritics: αποτιστέον Capitals: ΑΠΟΤΙΣΤΕΟΝ
Transliteration A: apotistéon Transliteration B: apotisteon Transliteration C: apotisteon Beta Code: a)potiste/on

English (LSJ)

(better ἀποτειστέον),

   A one must pay, ζημίαν X.Lac.9.5, cf. PTeb.71, Aristid.Or.46(3).2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτιστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποτίσῃ, νὰ πληρώσῃ, καὶ ἅμα τούτου ζημίαν ἀποτιστέον Ξεν. Λακ. 9. 5.

Spanish (DGE)

hay que pagar ζημίαν X.Lac.9.5, διπλὴν ἔκτισιν Aristid.Or.46.2.

Greek Monotonic

ἀποτιστέον: ρημ. επίθ. του ἀποτίνω, αυτό που πρέπει κάποιος να πληρώσει ως εξιλέωση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτιστέον: adj. verb. к ἀποτίνω.