ἀρρυσίαστος: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρρυσίαστος]], -ον (Α) [[ρυσιάζω]]<br />αυτός που δεν έχει ή [[είναι]] αδύνατον να αιχμαλωτιστεί. | |mltxt=[[ἀρρυσίαστος]], -ον (Α) [[ρυσιάζω]]<br />αυτός που δεν έχει ή [[είναι]] αδύνατον να αιχμαλωτιστεί. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρρῡσίαστος:''' не захваченный в качестве заложника ([[ἐλεύθερος]] καὶ ἀ. Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not carried off as a hostage, A.Supp.610; not liable to distraint, D.H.6.41.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρῡσίαστος: -ον, ὁ μὴ ἀπαχθεὶς ὡς ὅμηρος, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δουλείαν, ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους ξύν τ’ ἀσυλίᾳ βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 610, Διον. Ἁλ. 6. 41, «ἀρρυσίαστον· ἄσυλον ἀνε[νε]χυρίαστον» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non pris comme butin.
Étymologie: ἀ, ῥυσιάζω.
Spanish (DGE)
(ἀρρῡσίαστος) -ον
1 de pers. no tomado como rehén ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς ἐλευθέρους κἀρρυσιάστους que nosotros vivamos libres en esta tierra, no sometidos a que nos tomen nada a cambio A.Supp.610.
2 de abstr. que no se puede tomar como fianza πᾶσα δ' ἐπιτιμία πολίτου Ῥωμαίου ἀ. ἀπό τε δανείου καὶ ἄλλου παντὸς συμβολαίου D.H.6.41, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἀρρυσίαστος, -ον (Α) ρυσιάζω
αυτός που δεν έχει ή είναι αδύνατον να αιχμαλωτιστεί.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρῡσίαστος: не захваченный в качестве заложника (ἐλεύθερος καὶ ἀ. Aesch.).