Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσάομαι: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(3)
 
(1b)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσάομαι:''' Παθ. προστ. [[ἀσῶ]], μτχ. <i>ἀσώμενος</i>, αόρ. αʹ <i>ἠσήθην</i> ([[ἄση]])· [[αισθάνομαι]] [[αηδία]] ή [[ναυτία]], είμαι αηδιασμένος ή προσβεβλημένος από [[κάτι]], με δοτ., σε Θέογν.· τὴν ψυχὴν [[ἀσηθῆναι]], σε Ηρόδ.· <i>ἀσώμενος ἐν φρεσί</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀσάομαι:''' Παθ. προστ. [[ἀσῶ]], μτχ. <i>ἀσώμενος</i>, αόρ. αʹ <i>ἠσήθην</i> ([[ἄση]])· [[αισθάνομαι]] [[αηδία]] ή [[ναυτία]], είμαι αηδιασμένος ή προσβεβλημένος από [[κάτι]], με δοτ., σε Θέογν.· τὴν ψυχὴν [[ἀσηθῆναι]], σε Ηρόδ.· <i>ἀσώμενος ἐν φρεσί</i>, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσάομαι:''' (ᾰσ)<br /><b class="num">1)</b> досадовать, быть удрученным (τὴν ψυχὴν ἐπί τινι Her.; ἀσώμενος ἐν φρεσίν Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> испытывать боль, страдать (ἀσῶνται αἱ γυναῖκες κύουσαι Arst.).
}}
}}

Revision as of 17:16, 31 December 2018

Greek Monotonic

ἀσάομαι: Παθ. προστ. ἀσῶ, μτχ. ἀσώμενος, αόρ. αʹ ἠσήθην (ἄσηαισθάνομαι αηδία ή ναυτία, είμαι αηδιασμένος ή προσβεβλημένος από κάτι, με δοτ., σε Θέογν.· τὴν ψυχὴν ἀσηθῆναι, σε Ηρόδ.· ἀσώμενος ἐν φρεσί, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσάομαι: (ᾰσ)
1) досадовать, быть удрученным (τὴν ψυχὴν ἐπί τινι Her.; ἀσώμενος ἐν φρεσίν Theocr.);
2) испытывать боль, страдать (ἀσῶνται αἱ γυναῖκες κύουσαι Arst.).