ἀτρίβαστος: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀτρίβαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει υποστεί υπερβολική [[τριβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>τριβάζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]].
|mltxt=[[ἀτρίβαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει υποστεί υπερβολική [[τριβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>τριβάζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτρίβαστος:''' непривыкший, неприученный (πρός τι Xen.).
}}
}}

Revision as of 17:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρίβαστος Medium diacritics: ἀτρίβαστος Low diacritics: ατρίβαστος Capitals: ΑΤΡΙΒΑΣΤΟΣ
Transliteration A: atríbastos Transliteration B: atribastos Transliteration C: atrivastos Beta Code: a)tri/bastos

English (LSJ)

[ῐ], ον, = sq.,

   A not worn, ἵππος ἀ. πρὸς τραχέα a horse whose hoofs have not been worn off on rough ground, X.Eq.Mag.8.3 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 389] = folgdm 2), ἵππος ἀτρ. πρὸς τραχέα, ungewohnt, auf rauhen Pfaden zu gehen, Xen. mag. equ. 8, 3, Ggstz ἐκπεπονημένος τοὺς πόδας.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρίβαστος: -ον, = τῷ ἑπομ., ὁ μὴ τριβείς, ἵππος ἀτρ. πρὸς τραχέα, ἵππος τοῦ ὁποίου αἱ ὁπλαὶ δὲν ἐτρίβησαν ἐπὶ τραχέος ἐδάφους, Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 3.

Spanish (DGE)

-ον
no desgastado de caballos (διαφέροιεν ἄν) οἱ δέ γε αὖ τοὺς πόδας ἐκπεπονημένοι τῶν ἀτριβάστων πρὸς τραχέα X.Eq.Mag 8.3 (ap. crít.).

Greek Monolingual

ἀτρίβαστος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει υποστεί υπερβολική τριβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τριβάζω < τρίβω.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρίβαστος: непривыкший, неприученный (πρός τι Xen.).