ἀτρίβαστος: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀτρίβαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει υποστεί υπερβολική [[τριβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>τριβάζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]. | |mltxt=[[ἀτρίβαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει υποστεί υπερβολική [[τριβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>τριβάζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτρίβαστος:''' непривыкший, неприученный (πρός τι Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:32, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον, = sq.,
A not worn, ἵππος ἀ. πρὸς τραχέα a horse whose hoofs have not been worn off on rough ground, X.Eq.Mag.8.3 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 389] = folgdm 2), ἵππος ἀτρ. πρὸς τραχέα, ungewohnt, auf rauhen Pfaden zu gehen, Xen. mag. equ. 8, 3, Ggstz ἐκπεπονημένος τοὺς πόδας.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρίβαστος: -ον, = τῷ ἑπομ., ὁ μὴ τριβείς, ἵππος ἀτρ. πρὸς τραχέα, ἵππος τοῦ ὁποίου αἱ ὁπλαὶ δὲν ἐτρίβησαν ἐπὶ τραχέος ἐδάφους, Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 3.
Spanish (DGE)
-ον
no desgastado de caballos (διαφέροιεν ἄν) οἱ δέ γε αὖ τοὺς πόδας ἐκπεπονημένοι τῶν ἀτριβάστων πρὸς τραχέα X.Eq.Mag 8.3 (ap. crít.).
Greek Monolingual
ἀτρίβαστος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει υποστεί υπερβολική τριβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τριβάζω < τρίβω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρίβαστος: непривыкший, неприученный (πρός τι Xen.).