ἄσκεπος: Difference between revisions
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
(6) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσκεπος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[ακάλυπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ακάλυπτο το [[κεφάλι]] του<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[απροστάτευτος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσκεπος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[ακάλυπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ακάλυπτο το [[κεφάλι]] του<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[απροστάτευτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄσκεπος:''' Luc. = [[ἀσκεπής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:32, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 371] (σκέπη), dasselbe, Luc. Philop. 21.
Spanish (DGE)
-ον
1 desprotegido, indefenso de la ciu. de Esparta ἤριπε ... ἄ. Amyntas SHell.44.5.
2 con la cabeza descubierta, destocado ἕτερος ... τριβώνιον ἔχων πολύσαθρον ἀνυπόδετός τε καὶ ἄ. Luc.Philopatr.21.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄσκεπος, -ον)
1. ο ακάλυπτος
2. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του
αρχ.
ο απροστάτευτος.
Russian (Dvoretsky)
ἄσκεπος: Luc. = ἀσκεπής.