βελένιον: Difference between revisions
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(6_21) |
(1b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βελένιον''': τό, [[εἶδος]] φυτοῦ, περὶ οὗ λέγεται ὅτι [[εἶναι]] δηλητηριῶδες ἐν Περσίᾳ, ἀβλαβὲς δὲ μεταφυτευόμενον εἰς Αἴγυπτον ἢ Παλαιστίνην, Ἀριστ. Φυτ.1.7, 2. | |lstext='''βελένιον''': τό, [[εἶδος]] φυτοῦ, περὶ οὗ λέγεται ὅτι [[εἶναι]] δηλητηριῶδες ἐν Περσίᾳ, ἀβλαβὲς δὲ μεταφυτευόμενον εἰς Αἴγυπτον ἢ Παλαιστίνην, Ἀριστ. Φυτ.1.7, 2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βελένιον:''' τό бот. белений или битон (предполож. дерево Balanites aegypliaca) Arst. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:48, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 441] τό, eine Giftpflanze, Arist. Plant. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
βελένιον: τό, εἶδος φυτοῦ, περὶ οὗ λέγεται ὅτι εἶναι δηλητηριῶδες ἐν Περσίᾳ, ἀβλαβὲς δὲ μεταφυτευόμενον εἰς Αἴγυπτον ἢ Παλαιστίνην, Ἀριστ. Φυτ.1.7, 2.
Russian (Dvoretsky)
βελένιον: τό бот. белений или битон (предполож. дерево Balanites aegypliaca) Arst.