βουλεῖον: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=βουλεῑον και [[βουλῆον]], το (Α) [[βουλεύω]]<br /><b>1.</b> δικαστήριο<br /><b>2.</b> [[βουλευτήριο]]. | |mltxt=βουλεῑον και [[βουλῆον]], το (Α) [[βουλεύω]]<br /><b>1.</b> δικαστήριο<br /><b>2.</b> [[βουλευτήριο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βουλεῖον:''' τό зал совещания Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A = βουλευτήριον, SIG1011 (Chalcedon), 614.34 (Delph., ii B. C.), Ps.-Hdt.Vit.Hom.12.
German (Pape)
[Seite 457] τό, Versammlungsort des Rathes, Her. V. Hom. 12; Th. Mag.
Greek (Liddell-Scott)
βουλεῖον: τό, τὸ δικαστήριον, Βίος Ὁμ. 12. ΙΙ. τὸ βουλευτήριον, ἐν τῷ τύπῳ βουλῆον, Συλλ. Ἐπιγρ. 5878.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): arcad. βωλήιον SEG 37.340.21 (Mantinea IV a.C.)
sala del Consejo, lugar de reunión de la, βουλή SEG l.c., Ps.Hdt.Vit.Hom.12, IKalchedon 10.17 (III/II a.C.), FD 3.383.34 (II a.C.), SEG 23.207.19 (Mesenia I d.C.), Hsch.
Greek Monolingual
βουλεῑον και βουλῆον, το (Α) βουλεύω
1. δικαστήριο
2. βουλευτήριο.
Russian (Dvoretsky)
βουλεῖον: τό зал совещания Plut.