Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γαλεοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
(8)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γαλεοειδής]], -ές (Α)<br />όμοιος με γαλέο.
|mltxt=[[γαλεοειδής]], -ές (Α)<br />όμοιος με γαλέο.
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰλεοειδής:''' Arst. = [[γαλεώδης]].
}}
}}

Revision as of 18:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλεοειδής Medium diacritics: γαλεοειδής Low diacritics: γαλεοειδής Capitals: ΓΑΛΕΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: galeoeidḗs Transliteration B: galeoeidēs Transliteration C: galeoeidis Beta Code: galeoeidh/s

English (LSJ)

ές, (

   A γαλεός 1) of the shark kind, οἱ γ. Arist.HA565a20:—more usu. γᾰλεο-ώδης ib.505a5, al.

German (Pape)

[Seite 471] ές. = γαλεώδης, Arist. H. A. 6, 10.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλεοειδής: -ές, (γαλεὸς) ἐκ τοῦ εἴδους τῶν καρχαριῶν, οἱ γαλεοειδεῖς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 11, 8· ἀλλ᾽ οἱ γαλεώδεις εἶναι συνηθέστερον, αὐτόθι 2. 13, 6., 2. 17, 4, κτλ.· τὰ γαλεώδη αὐτόθι 2. 13, 6, κ. ἀλλ.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): -εώδης Arist.HA 505a5, Basil.Hex.7.2
ict. de la naturaleza de los escualos subst. τὰ γαλεοειδῆ los escualos Arist.HA l.c., 565a20, Basil.l.c.

Greek Monolingual

γαλεοειδής, -ές (Α)
όμοιος με γαλέο.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλεοειδής: Arst. = γαλεώδης.