δασυπόδειος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(8)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δασυπόδειος]], -α, -ον (Α)<br />όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δασύποδα, στον λαγό («[[γάλα]] [[δασυπόδειον]]»).
|mltxt=[[δασυπόδειος]], -α, -ον (Α)<br />όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δασύποδα, στον λαγό («[[γάλα]] [[δασυπόδειον]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰσῠπόδειος:''' заячий ([[γάλα]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 18:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσῠπόδειος Medium diacritics: δασυπόδειος Low diacritics: δασυπόδειος Capitals: ΔΑΣΥΠΟΔΕΙΟΣ
Transliteration A: dasypódeios Transliteration B: dasypodeios Transliteration C: dasypodeios Beta Code: dasupo/deios

English (LSJ)

α, ον,

   A of a hare: τὸ δ. the species hare, Arist.HA574b13.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσῠπόδειος: -ον, ἐπὶ λαγωοῦ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 20, 6.

Spanish (DGE)

-ον
leporino, propio de una liebre, γάλα Arist.HA 574b13.

Greek Monolingual

δασυπόδειος, -α, -ον (Α)
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δασύποδα, στον λαγό («γάλα δασυπόδειον»).

Russian (Dvoretsky)

δᾰσῠπόδειος: заячий (γάλα Arst.).