γλυκυηχής: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
(3) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γλῠκῠηχής:''' -ές ([[ἦχος]]), αυτός που ηχεί, ακούγεται γλυκά, σε Ανθ. | |lsmtext='''γλῠκῠηχής:''' -ές ([[ἦχος]]), αυτός που ηχεί, ακούγεται γλυκά, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γλυκυηχής:''' сладостно поющий, певучий (Μύρτις Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. γλῠκυ-ᾱχής, ές,
A sweet-voiced, AP9.26 (Antip. Thess.).
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκῠηχής: -ές, γλυκέως ἠχῶν, γλυκὺν παράγων ἦχον, Ἀνθ. Π. 9. 26.
Greek Monolingual
-ές
βλ. γλυκύηχος.
Greek Monotonic
γλῠκῠηχής: -ές (ἦχος), αυτός που ηχεί, ακούγεται γλυκά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γλυκυηχής: сладостно поющий, певучий (Μύρτις Anth.).