διασκοπιάομαι: Difference between revisions
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διασκοπιάομαι:''' αποθ., [[παρατηρώ]] [[ολόγυρα]] όπως σε [[σκοπιά]], [[κατασκοπεύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρατηρώ]], [[διακρίνω]], σε ίδ. | |lsmtext='''διασκοπιάομαι:''' αποθ., [[παρατηρώ]] [[ολόγυρα]] όπως σε [[σκοπιά]], [[κατασκοπεύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρατηρώ]], [[διακρίνω]], σε ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διασκοπιάομαι:''' <b class="num">1)</b> высматривать, обозревать, разведывать (ἕκαστα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> распознавать, различать (ἕκαστον ἡγεμόνων Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A watch as from a σκοπιά: hence, spy out, σε . . προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, of Dolon, Il.10.388; discern, distinguish, ἀργαλέον . . διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον 17.252.
German (Pape)
[Seite 602] ringsum ausspähen, auskundschaften; Il. 10, 388 ἦ σ' Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα
Greek (Liddell-Scott)
διασκοπιάομαι: ἀποθ., παρατηρῶ ὡς ἀπὸ σκοπιᾶς· ἐντεῦθεν, κατασκοπεύω, σε… προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, ἐπὶ τοῦ Δόλωνος, Ἰλ. Κ. 388· ‒ διακρίνω, παρατηρῶ, ἀργαλέον… διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον Ρ. 252.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
1 observer tout alentour;
2 discerner, distinguer.
Étymologie: διά, σκοπιά.
English (Autenrieth)
spy out, Il. 10.388 and Il. 17.252.
Spanish (DGE)
avistar desde la atalaya de donde espiar σ' Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα de Dolón Il.10.388
•distinguir ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον ἡγεμόνων Il.17.252.
Greek Monotonic
διασκοπιάομαι: αποθ., παρατηρώ ολόγυρα όπως σε σκοπιά, κατασκοπεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· παρατηρώ, διακρίνω, σε ίδ.
Russian (Dvoretsky)
διασκοπιάομαι: 1) высматривать, обозревать, разведывать (ἕκαστα Hom.);
2) распознавать, различать (ἕκαστον ἡγεμόνων Hom.).