διαναυμαχέω: Difference between revisions
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαναυμᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διεξάγω]] [[ναυμαχία]], [[συγκροτώ]] [[θαλασσομαχία]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''διαναυμᾰχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διεξάγω]] [[ναυμαχία]], [[συγκροτώ]] [[θαλασσομαχία]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαναυμαχέω:''' давать морской бой, сражаться на море (εἶξαι καὶ οὐ διαναυμαχῆσαι Her.; πρός τινα Isocr., Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A maintain a sea-fight, Hdt.8.63, Th.8.27; πρός τινα Isoc.4.97.
German (Pape)
[Seite 591] eine Seeschlacht liefern, Her. 5, 86. 8, 63; Thuc. 8, 78; Isocr. 4, 91; πρός τινα , 4, 97; Plut. Thes. 19; auch τῷ φθόνῳ, an seni 7.
Greek (Liddell-Scott)
διαναυμᾰχέω: συγκροτῶ ναυμαχίαν, Ἡρόδ. 5. 86., 8. 63, διάφ. γραμ. παρὰ Θουκ. 8. 78· πρός τινα Ἰσοκρ. 60Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
livrer un combat naval.
Étymologie: διά, ναυμαχέω.
Spanish (DGE)
sostener una batalla naval, αὐτοῦ μένοντας δ. Hdt.8.63, cf. Th.8.27, I.BI 3.466, Plu.Alc.35, Polyaen.4.18.2, πρὸς χιλίας καὶ διακοσίας τριήρεις Isoc.4.97, πρὸς τοὺς βαρβάρους Plu.2.867c, cf. D.S.13.77, D.H.Pomp.6.11, Them.Or.1.12b, Ῥωμαίοις Plb.5.109.2, cf. D.S.14.59, δ. πρὸς τὰς σπιλάδας sostener batalla naval contra los escollos de un mal timonel, Synes.Ep.5 (p.13)
•fig. hacer frente ὁ τῷ φθόνῳ διαναυμαχήσας Plu.2.787e.
Greek Monotonic
διαναυμᾰχέω: μέλ. -ήσω, διεξάγω ναυμαχία, συγκροτώ θαλασσομαχία, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
διαναυμαχέω: давать морской бой, сражаться на море (εἶξαι καὶ οὐ διαναυμαχῆσαι Her.; πρός τινα Isocr., Plut.).