διέπραθον: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διέπρᾰθον:''' -επρᾰθόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του [[διαπέρθω]].
|lsmtext='''διέπρᾰθον:''' -επρᾰθόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του [[διαπέρθω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διέπρᾰθον:''' Hom. aor. 2 к [[διαπέρθω]].
}}
}}

Revision as of 18:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διέπρᾰθον Medium diacritics: διέπραθον Low diacritics: διέπραθον Capitals: ΔΙΕΠΡΑΘΟΝ
Transliteration A: diéprathon Transliteration B: dieprathon Transliteration C: dieprathon Beta Code: die/praqon

English (LSJ)

διεπρᾰθ-όμην,

   A v. διαπέρθω.

Greek (Liddell-Scott)

διέπρᾰθον: διεπρᾰθόμην, ἴδε ἐν λ. διαπέρθω.

French (Bailly abrégé)

v. διαπέρθω.

English (Autenrieth)

see διαπέρθω.

Spanish (DGE)

v. διαπέρθω.

Greek Monotonic

διέπρᾰθον: -επρᾰθόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του διαπέρθω.

Russian (Dvoretsky)

διέπρᾰθον: Hom. aor. 2 к διαπέρθω.