διοίσω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(4)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διοίσω:''' δι-οίσομαι, Μέσ. και Ενεργ. μέλ. του [[διαφέρω]].
|lsmtext='''διοίσω:''' δι-οίσομαι, Μέσ. και Ενεργ. μέλ. του [[διαφέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διοίσω:''' fut. к [[διαφέρω]].
}}
}}

Revision as of 18:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοίσω Medium diacritics: διοίσω Low diacritics: διοίσω Capitals: ΔΙΟΙΣΩ
Transliteration A: dioísō Transliteration B: dioisō Transliteration C: dioiso Beta Code: dioi/sw

English (LSJ)

διοίσομαι,

   A v. διαφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

διοίσω: διοίσομαι, ἴδε ἐν λ. διαφέρω.

French (Bailly abrégé)

f. de διαφέρω.

Greek Monotonic

διοίσω: δι-οίσομαι, Μέσ. και Ενεργ. μέλ. του διαφέρω.

Russian (Dvoretsky)

διοίσω: fut. к διαφέρω.