διοίκισις: Difference between revisions
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(9) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διοίκισις]], η (Α) [[διοικίζω]]<br />[[μετοίκηση]], [[μετακόμιση]]. | |mltxt=[[διοίκισις]], η (Α) [[διοικίζω]]<br />[[μετοίκηση]], [[μετακόμιση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διοίκῐσις:''' εως ἡ переселение, переезд Lys. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A removal, change of abode, Lys. 32.14.
Greek (Liddell-Scott)
διοίκισις: -εως, ἡ, διασπορά, μετοίκισις, μετατόπισις, ἐν τῇ διοικίσει, ὅτ’ ἐκ Κολλυτοῦ διῳκίζετο εἰς… Λυσ. 961, ἐν τέλ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ cambio de domicilio Lys.32.14.
Greek Monolingual
διοίκισις, η (Α) διοικίζω
μετοίκηση, μετακόμιση.
Russian (Dvoretsky)
διοίκῐσις: εως ἡ переселение, переезд Lys.