διπολιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(9)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διπολιώδης]], -ες (Α) [[Διπόλια]]<br />αυτός που ανάγεται στον τρόπο και στην [[εποχή]] τών διπολίων, απαρχαιωμένος.
|mltxt=[[διπολιώδης]], -ες (Α) [[Διπόλια]]<br />αυτός που ανάγεται στον τρόπο και στην [[εποχή]] τών διπολίων, απαρχαιωμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''δῑπολιώδης:''' ирон. относящийся ко временам диполий, т. е. старинный, устарелый ([[ἀρχαῖος]] καὶ δ. Arph.).
}}
}}

Revision as of 18:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 641] ες, nach Weise der Διπόλια, s. nom. pr., = altfränkisch, Ar. Nubb. 971.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
(qui sent les Dipolies, càd) vieux, suranné.
Étymologie: Διπόλια, -ωδης.

Greek Monolingual

διπολιώδης, -ες (Α) Διπόλια
αυτός που ανάγεται στον τρόπο και στην εποχή τών διπολίων, απαρχαιωμένος.

Russian (Dvoretsky)

δῑπολιώδης: ирон. относящийся ко временам диполий, т. е. старинный, устарелый (ἀρχαῖος καὶ δ. Arph.).