διπολιώδης: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(9) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διπολιώδης]], -ες (Α) [[Διπόλια]]<br />αυτός που ανάγεται στον τρόπο και στην [[εποχή]] τών διπολίων, απαρχαιωμένος. | |mltxt=[[διπολιώδης]], -ες (Α) [[Διπόλια]]<br />αυτός που ανάγεται στον τρόπο και στην [[εποχή]] τών διπολίων, απαρχαιωμένος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δῑπολιώδης:''' ирон. относящийся ко временам диполий, т. е. старинный, устарелый ([[ἀρχαῖος]] καὶ δ. Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 641] ες, nach Weise der Διπόλια, s. nom. pr., = altfränkisch, Ar. Nubb. 971.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
(qui sent les Dipolies, càd) vieux, suranné.
Étymologie: Διπόλια, -ωδης.
Greek Monolingual
διπολιώδης, -ες (Α) Διπόλια
αυτός που ανάγεται στον τρόπο και στην εποχή τών διπολίων, απαρχαιωμένος.
Russian (Dvoretsky)
δῑπολιώδης: ирон. относящийся ко временам диполий, т. е. старинный, устарелый (ἀρχαῖος καὶ δ. Arph.).