δυσανάπειστος: Difference between revisions
From LSJ
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
(9) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσανάπειστος]], -ον (Α)<br />που δύσκολα αναπείθεται, που δεν αλλάζει [[γνώμη]] εύκολα. | |mltxt=[[δυσανάπειστος]], -ον (Α)<br />που δύσκολα αναπείθεται, που δεν αλλάζει [[γνώμη]] εύκολα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσανάπειστος:''' с трудом поддающийся убеждению, упорствующий в своем мнении Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to convince, Pl.Prm.135a.
German (Pape)
[Seite 675] schwer zu überzeugen, Plat. Parm. 135 a.
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάπειστος: -ον, δυσκατάπειστος, Πλάτ. Παρμ. 135Α.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de convencer ταῦτα λέγοντα ... θαυμαστῶς ὡς δυσανάπειστον εἶναι que es extremadamente difícil convencer al que dice tales cosas Pl.Prm.135a.
2 adv. -ως con desconfianza δ. ἔχομεν περὶ ... desconfiamos de que ... Procl.Opusc.2.32.
Greek Monolingual
δυσανάπειστος, -ον (Α)
που δύσκολα αναπείθεται, που δεν αλλάζει γνώμη εύκολα.
Russian (Dvoretsky)
δυσανάπειστος: с трудом поддающийся убеждению, упорствующий в своем мнении Plat.