δονακεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
(4) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δονακεύομαι:''' αποθ., [[συλλαμβάνω]] πουλιά με καλάμια, [[πιάνω]] πουλιά με ξώβεργες, σε Ανθ. | |lsmtext='''δονακεύομαι:''' αποθ., [[συλλαμβάνω]] πουλιά με καλάμια, [[πιάνω]] πουλιά με ξώβεργες, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δονᾰκεύομαι:''' ион. δουνᾰκεύομαι ловить (клейким) тростником (sc. τέττιγα Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A fowl with reed and birdlime, AP9.264 (Apollonid. or Phil.).
German (Pape)
[Seite 656] ion. u. ep. δουν., mit Rohr, d. i. Leimruthen fangen, Apollonds. 25 (IX, 264).
Greek (Liddell-Scott)
δονακεύομαι: ἀποθ., συλλαμβάνω (πτηνὰ) δι' ἰξωμένων καλάμων, μὲ ἰξόβεργα, Ἀνθ. Π. 9. 264.
Greek Monolingual
δονακεύομαι (Α)
πιάνω πουλιά με ξόβεργα.
Greek Monotonic
δονακεύομαι: αποθ., συλλαμβάνω πουλιά με καλάμια, πιάνω πουλιά με ξώβεργες, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δονᾰκεύομαι: ион. δουνᾰκεύομαι ловить (клейким) тростником (sc. τέττιγα Anth.).