δραπετίσκος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δρᾱπετίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[δραπέτης]], σε Λουκ. | |lsmtext='''δρᾱπετίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[δραπέτης]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δρᾱπετίσκος:''' ὁ жалкий беглец Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Dim. of δραπέτης, Luc.Fug.33.
German (Pape)
[Seite 665] ὁ, dim. von δραπέτης, in verächtlichem Sinne, Luc. Fugit. 33.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱπετίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ δραπέτης, Λουκ. Δραπέτ. 33.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
misérable esclave fugitif.
Étymologie: δραπέτης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ dim. de δραπέτης esclavillo sent. despect. τὼ δύο τούτω δραπετίσκω estos dos miserables esclavos Luc.Fug.33.
Greek Monotonic
δρᾱπετίσκος: ὁ, υποκορ. του δραπέτης, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δρᾱπετίσκος: ὁ жалкий беглец Luc.