ἐλεγξῖνος: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(6_15)
(2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλεγξῖνος''': ὁ, ὁ ἐλέγχων, ὁ φιλονικῶν, ἐπίθετον κατὰ παραγραμματισμόν, ἐκφραστικὸν τοῦ χαρακτῆρος τοῦ φιλοσόφου Ἀλεξίνου, ἐν Διογ. Λ. 2. 109.
|lstext='''ἐλεγξῖνος''': ὁ, ὁ ἐλέγχων, ὁ φιλονικῶν, ἐπίθετον κατὰ παραγραμματισμόν, ἐκφραστικὸν τοῦ χαρακτῆρος τοῦ φιλοσόφου Ἀλεξίνου, ἐν Διογ. Λ. 2. 109.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλεγξῖνος:''' ὁ шутл. (по созвучию с [[Ἀλεξῖνος]]) порицатель или обличитель (прозвище софиста Алексина) Diog. L.
}}
}}

Revision as of 19:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεγξῖνος Medium diacritics: ἐλεγξῖνος Low diacritics: ελεγξίνος Capitals: ΕΛΕΓΞΙΝΟΣ
Transliteration A: elenxînos Transliteration B: elenxinos Transliteration C: elegksinos Beta Code: e)legci=nos

English (LSJ)

ὁ,

   A wrangler, pun on the name of the philosopher Alexinus, D.L.2.109.

German (Pape)

[Seite 793] ὁ, Tadler, komisches Beiwort des Alexinos, D. L. 2, 109.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεγξῖνος: ὁ, ὁ ἐλέγχων, ὁ φιλονικῶν, ἐπίθετον κατὰ παραγραμματισμόν, ἐκφραστικὸν τοῦ χαρακτῆρος τοῦ φιλοσόφου Ἀλεξίνου, ἐν Διογ. Λ. 2. 109.

Russian (Dvoretsky)

ἐλεγξῖνος: ὁ шутл. (по созвучию с Ἀλεξῖνος) порицатель или обличитель (прозвище софиста Алексина) Diog. L.