ἑλέειν: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν → Libya always bears something new

Source
(4)
(2)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑλέειν:''' Επικ. αντί [[ἑλεῖν]], απαρ. αορ. βʹ του [[αἱρέω]].
|lsmtext='''ἑλέειν:''' Επικ. αντί [[ἑλεῖν]], απαρ. αορ. βʹ του [[αἱρέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλέειν:''' эп. inf. aor. 2 к [[αἱρέω]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἑλέειν: Ἐπ. ἀναλελυμένος τύπος τοῦ ἐλεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β΄ τοῦ αἱρέω, Ἰλ. Ο. 558, Χ. 142, Ὀδ. Λ. 205, κτλ.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἑλεῖν.

English (Autenrieth)

see αἱρέω.

Greek Monotonic

ἑλέειν: Επικ. αντί ἑλεῖν, απαρ. αορ. βʹ του αἱρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἑλέειν: эп. inf. aor. 2 к αἱρέω.