ἔκπρισμα: Difference between revisions
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
(11) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔκπρισμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> αυτό που κόβεται με [[πριόνι]]<br /><b>2.</b> πριονισμένο [[τμήμα]] κυλίνδρου. | |mltxt=[[ἔκπρισμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> αυτό που κόβεται με [[πριόνι]]<br /><b>2.</b> πριονισμένο [[τμήμα]] κυλίνδρου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔκπρισμα:''' ατος τό опилки Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is sawn out, Arist.GC316a34 ; section sawn out of cylinder, Hero *Deff.97 (pl.).
German (Pape)
[Seite 776] τό, das Ausgesägte, Arist. de generat. anim. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπρισμα: τό, πριονίδι, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορᾶς 1. 2, 15.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 lo desprendido al serrar, partícula de serrín εἴ τι διαιρουμένου οἷον ἔ. γίνεται τοῦ σώματος Arist.GC 316a34.
2 geom. sección ἐκπρίσματα ... κυλίνδρων Hero Def.97.
3 talla referido a ídolos o amuletos religiosos λίθου ψυχρὸν ἔ. A.Mart.7.16.
Greek Monolingual
ἔκπρισμα, το (Α)
1. αυτό που κόβεται με πριόνι
2. πριονισμένο τμήμα κυλίνδρου.
Russian (Dvoretsky)
ἔκπρισμα: ατος τό опилки Arst.