ἐξαλεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰλεύομαι:''' = το προηγ., σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐξᾰλεύομαι:''' = το προηγ., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰλεύομαι:''' Soph. = [[ἐξαλέομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰλεύομαι Medium diacritics: ἐξαλεύομαι Low diacritics: εξαλεύομαι Capitals: ΕΞΑΛΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: exaleúomai Transliteration B: exaleuomai Transliteration C: eksaleyomai Beta Code: e)caleu/omai

English (LSJ)

= foreg.,

   A ὡς ἂν . . μῆνιν . . ἐξαλεύσωμαι θεᾶς S.Aj.656 codd., but ἐξαλύξ- (Hsch.) is prob. l.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰλεύομαι: τῷ προηγ., ὡς ἄν... μῆνιν... ἐξαλεύσωμαι θεᾶς (ὑποτακτ. ἀόρ.) Σοφ. Αἴ. 656· καθ’ Ἡσύχ. «ἐξαλύξωμαι· φυλάξωμαι, Σοφοκλῆς Αἴαντι Μαστιγοφόρῳ». Τὴν γραφὴν τοῦ Ἡσυχ. παρεδέξατο ὁ Brunck καὶ ἄλλοι ἐκδόται, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb. ― Πρβλ. ἐξαλύσκω.

French (Bailly abrégé)

sbj. ao. ἐξαλεύσωμαι;
se garder de, chercher à éviter, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀλεύω.

Greek Monolingual

ἐξαλεύομαι (Α)
έξαλέομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του εξαλέομαι].

Greek Monotonic

ἐξᾰλεύομαι: = το προηγ., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰλεύομαι: Soph. = ἐξαλέομαι.