ἐξιδιάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
(6_14) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξῐδῐάζομαι''': Μέσ., ἰδιοποιοῦμαι, οἰκειοποιοῦμαι, [[νοσφίζομαι]], Δίφιλος ἐν «Ἐπιτροπεῖ», 1, Διόδ. 23, κτλ. ἴδε Φρύν. 199 καὶ σημ. Λοβεκκίου ἐν τόπῳ. | |lstext='''ἐξῐδῐάζομαι''': Μέσ., ἰδιοποιοῦμαι, οἰκειοποιοῦμαι, [[νοσφίζομαι]], Δίφιλος ἐν «Ἐπιτροπεῖ», 1, Διόδ. 23, κτλ. ἴδε Φρύν. 199 καὶ σημ. Λοβεκκίου ἐν τόπῳ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξῐδιάζομαι:''' Polyb., Diod. = [[ἐξιδιόομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A appropriate to oneself, Diph.42, SIG1106.46 (Cos), Klio 16.163 (Delph.), Sammelb.4638.10, D.S.1.23, etc. 2 win over, Plb.8.25.7, al. 3 receive for one's own use, παρά τινος PRein.14.18 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 881] sich zueignen, anmaßen, nach Phryn. schlechter als ἐξιδιόομαι, aber aus Diphil. angeführt B. A. 96; D. Sic. 1, 23; Pol. 3, 24 u. a. Sp., s. Lob. zu Phryn. p. 199.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῐδῐάζομαι: Μέσ., ἰδιοποιοῦμαι, οἰκειοποιοῦμαι, νοσφίζομαι, Δίφιλος ἐν «Ἐπιτροπεῖ», 1, Διόδ. 23, κτλ. ἴδε Φρύν. 199 καὶ σημ. Λοβεκκίου ἐν τόπῳ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξῐδιάζομαι: Polyb., Diod. = ἐξιδιόομαι.