ἐξοικήσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξοικήσιμος:''' -ον, [[κατοικήσιμος]], κατοικημένος, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐξοικήσιμος:''' -ον, [[κατοικήσιμος]], κατοικημένος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξοικήσιμος:''' обитаемый, населенный ([[τόπος]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 20:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοικήσιμος Medium diacritics: ἐξοικήσιμος Low diacritics: εξοικήσιμος Capitals: ΕΞΟΙΚΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: exoikḗsimos Transliteration B: exoikēsimos Transliteration C: eksoikisimos Beta Code: e)coikh/simos

English (LSJ)

ον,

   A habitable, inhabited, S. OC27.

German (Pape)

[Seite 885] bewohnbar, τόπος Soph. O. C. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοικήσιμος: -ον, κατοικήσιμος, Σοφ. Ο. Κ. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
habitable.
Étymologie: ἐξοικέω.

Greek Monolingual

ἐξοικήσιμος, -ον (Α) εξοίκηση
κατοικήσιμος.

Greek Monotonic

ἐξοικήσιμος: -ον, κατοικήσιμος, κατοικημένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοικήσιμος: обитаемый, населенный (τόπος Soph.).