ἐξεριστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
(12)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξεριστικός]], -ή, -όν (Α) [[εξεριστής]]<br />αυτός που έχει [[τάση]] για έριδες και λογομαχίες.
|mltxt=[[ἐξεριστικός]], -ή, -όν (Α) [[εξεριστής]]<br />αυτός που έχει [[τάση]] για έριδες και λογομαχίες.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξεριστικός:''' умеющий (успешно) спорить: [[δύναμις]] ἐξεριστική Diog. L. умение побеждать.
}}
}}

Revision as of 20:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεριστικός Medium diacritics: ἐξεριστικός Low diacritics: εξεριστικός Capitals: ΕΞΕΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exeristikós Transliteration B: exeristikos Transliteration C: ekseristikos Beta Code: e)ceristiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A captious, disputatious, dub. l. in Epicur.Sent.14; cf. ἐξερειστικός.

German (Pape)

[Seite 878] ή, όν, zum hartnäckigen Streite gehörig, geneigt; δύναμις D. L. 10, 143; πληγή, heftiger Pulsschlag, Galen.

Greek Monolingual

ἐξεριστικός, -ή, -όν (Α) εξεριστής
αυτός που έχει τάση για έριδες και λογομαχίες.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεριστικός: умеющий (успешно) спорить: δύναμις ἐξεριστική Diog. L. умение побеждать.