ἐπιτραγίας: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_19) |
(2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιτραγίας''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος παχέος μὲν ἀλλ’ [[ἄνευ]] ὠῶν, καὶ [[ἑπομένως]] στείρου (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), «εἰσὶ δέ τινες ἰχθύες οἳ καλοῦνται ἐπιτραγίαι, γίνονται δὲ τῶν ποταμίων τοιοῦτοι [[κυπρῖνος]] καὶ [[βάλαγρος]]· οὐκ ἔχουσι δὲ οἱ τοιοῦτοι [[οὔτε]] ᾠὸν [[οὔτε]] θορὸν [[οὐδέποτε]]» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11. 7. | |lstext='''ἐπιτραγίας''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος παχέος μὲν ἀλλ’ [[ἄνευ]] ὠῶν, καὶ [[ἑπομένως]] στείρου (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), «εἰσὶ δέ τινες ἰχθύες οἳ καλοῦνται ἐπιτραγίαι, γίνονται δὲ τῶν ποταμίων τοιοῦτοι [[κυπρῖνος]] καὶ [[βάλαγρος]]· οὐκ ἔχουσι δὲ οἱ τοιοῦτοι [[οὔτε]] ᾠὸν [[οὔτε]] θορὸν [[οὐδέποτε]]» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11. 7. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτρᾰγίας:''' ου ὁ (sc. [[ἰχθύς]]) «козлик» (неизвестный вид рыбы, очень жирной, но не имеющей икры) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, ὁ,
A a kind of fish, which is barren and so grows fat (cf. sq.), Arist.HA 538a14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτραγίας: -ου, ὁ, εἶδος ἰχθύος παχέος μὲν ἀλλ’ ἄνευ ὠῶν, καὶ ἑπομένως στείρου (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), «εἰσὶ δέ τινες ἰχθύες οἳ καλοῦνται ἐπιτραγίαι, γίνονται δὲ τῶν ποταμίων τοιοῦτοι κυπρῖνος καὶ βάλαγρος· οὐκ ἔχουσι δὲ οἱ τοιοῦτοι οὔτε ᾠὸν οὔτε θορὸν οὐδέποτε» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11. 7.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτρᾰγίας: ου ὁ (sc. ἰχθύς) «козлик» (неизвестный вид рыбы, очень жирной, но не имеющей икры) Arst.