ἔρεβος: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(4) |
(2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔρεβος:''' τό, Αττ. γεν. <i>Ἐρέβους</i>, Ιων. <i>Ἐρέβευς</i>, Επικ. [[Ἐρέβεσφιν]]· Έρεβος, [[τόπος]] απόλυτου σκότους, πάνω από τον Άδη, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., [[ἔρεβος]] ὕφαλον, το [[σκοτάδι]] της αβύσσου ή της θάλασσας, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἔρεβος:''' τό, Αττ. γεν. <i>Ἐρέβους</i>, Ιων. <i>Ἐρέβευς</i>, Επικ. [[Ἐρέβεσφιν]]· Έρεβος, [[τόπος]] απόλυτου σκότους, πάνω από τον Άδη, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., [[ἔρεβος]] ὕφαλον, το [[σκοτάδι]] της αβύσσου ή της θάλασσας, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔρεβος:''' ους и εος τό (эп. gen. [[ἐρέβευς]], ἐρέβεσφιν и ἐρέβευσφιν) мрак, тьма Anth.: ἔ. ὕφαλον Soph. подводная тьма, морская пучина. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους, épq. -ευς (τό) :
1 obscurité, ténèbres en parl. des enfers ; l’Érèbe, les enfers ; qqf en parl. du fond de la mer ἔρεβος ὕφαλον SOPH l’abîme sous-marin;
2 n. pr. Erébos, fils du Chaos.
Étymologie: cf. ἐρέφω.
Greek Monotonic
ἔρεβος: τό, Αττ. γεν. Ἐρέβους, Ιων. Ἐρέβευς, Επικ. Ἐρέβεσφιν· Έρεβος, τόπος απόλυτου σκότους, πάνω από τον Άδη, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., ἔρεβος ὕφαλον, το σκοτάδι της αβύσσου ή της θάλασσας, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἔρεβος: ους и εος τό (эп. gen. ἐρέβευς, ἐρέβεσφιν и ἐρέβευσφιν) мрак, тьма Anth.: ἔ. ὕφαλον Soph. подводная тьма, морская пучина.