ἐρράδαται: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring

Source
(4)
(2)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρράδᾰται:''' -ατο, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του [[ῥαίνω]].
|lsmtext='''ἐρράδᾰται:''' -ατο, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του [[ῥαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρράδᾰται:''' эп. 3 л. pl. pf. к [[ῥαίνω]].
}}
}}

Revision as of 20:48, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἐρράδᾰται: ἴδε τὸ ῥῆμα ῥαίνω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. Pass. épq. de ῥαίνω.

English (Autenrieth)

see ῥαίνω.

Greek Monotonic

ἐρράδᾰται: -ατο, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ῥαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐρράδᾰται: эп. 3 л. pl. pf. к ῥαίνω.