ἐρινυώδης: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(14) |
(2) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρινυώδης]], -ους, -ες (Α) [[Ερινύς]]<br />αυτός που μοιάζει ή αρμόζει στις Ερινύες, ο [[μανιώδης]]. | |mltxt=[[ἐρινυώδης]], -ους, -ες (Α) [[Ερινύς]]<br />αυτός που μοιάζει ή αρμόζει στις Ερινύες, ο [[μανιώδης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρῑνυώδης:''' подобный Эриниям (συκοφαντίαι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1029] ες, nach Art der Erinyen, furienmäßig, Plut. de exil. 9, συκοφαντίαι, vgl. coh ira 9.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à Érinys ou aux Érinyes.
Étymologie: Ἐρινύς, -ωδης.
Greek Monolingual
ἐρινυώδης, -ους, -ες (Α) Ερινύς
αυτός που μοιάζει ή αρμόζει στις Ερινύες, ο μανιώδης.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῑνυώδης: подобный Эриниям (συκοφαντίαι Plut.).